- Ἀρκαδίαν
- Ἀρκαδίᾱν , ἈρκαδίαArcadiafem acc sg (attic doric aeolic)Ἀρκαδίᾱν , Ἀρκαδίηfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιχθυοφορώ — ἰχθυοφορῶ, έω (Α) [ιχθυοφόρος] επιγρ. προσκομίζω, φέρνω ψάρια («ἰχθυοφορεῑν εἰς Ἀρκαδίαν») … Dictionary of Greek
παροιμιαστής — ὁ, ΜΑ [παρομιάζω] μσν. αυτός που συνηθίζει να κάνει χρήση παροιμιών («Ἀρκαδίαν με αἰτεῑς, εἴποι ἄν τις παροιμιαστής», Φώτ.) αρχ. (για τον Σολομώντα) ο συντάκτης, ο συγγραφέας παροιμιών … Dictionary of Greek
συνεισβάλλω — ΝΑ [εἰσβάλλω] κάνω εισβολή, εισβάλλω σε χώρα μαζί με άλλον («συνεισεβεβλήκεσαν εἰς τὴν Ἀρκαδίαν μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων», Ξεν.) αρχ. 1. συνεπιτίθεμαι 2. εισέρχομαι μαζί με κάποιον 3. ιατρ. (για σύμπτωμα) εμφανίζομαι συγχρόνως με κάτι… … Dictionary of Greek
Αζανία — Δύο χώρες της αρχαιότητας. 1. Περιοχή της ΒΔ Πελοποννήσου που κάλυπτε περίπου την περιοχή των σημερινών Καλαβρύτων και ονομάστηκε έτσι από τον Αζάνα, τον γιο του βασιλιά Αρκάδα. Σημαντικότερες πόλεις της περιοχής ήταν ο Κλείτωρ (από το όνομα του… … Dictionary of Greek